- γλυκύδωρον
- γλυκύδωροςwith sweet giftsmasc/fem acc sgγλυκύδωροςwith sweet giftsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκύδωρος — γλυκύδωρος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρει ευχάριστα δώρα 2. «γλυκύδωρον ἄγαλμα» αφιέρωμα που προκαλεί αγαλλίαση … Dictionary of Greek